DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
blòck [blåk´] n ~et; pl. ~
gen. τροχαλία f
agric., industr., construct. κορμός,κούτσουρο m
commun., life.sc. μπλοκ αεροφωτογραφιών
construct. λιθόσωμα; μπλόκι
el. μπλοκ πληροφοριών
fish.farm., mech.eng. μακαράς m
forestr. τμήμα δάσους; ογκόλιθος m; βράχος m; παλάγκο m; σύσπαστο m
industr., construct., met. μπλόκ γυαλιού
IT ορθογώνια περιοχή; πλοκάδα; εντολή λογικής ενότητας; εντολή ομάδας
IT, dat.proc. κορμός ενότητας; λογική ενότητα; φυσική εγγραφή
life.sc., transp. αεροφωτογραφική κάλυψις
math. τμήμα f
nat.sc., agric. καλώδιο-οδηγός; κύλινδρος επιστροφής
stat. κλάσις m; μπλοκ; ομάδα; τμήμα f
stat., social.sc. οικοδομικό τετράγωνο