DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
blàndande n
environ. ανάμειξη/μείξη; ανάμειξη/μ(είξη)
blànda v
gen. αναμειγνύω
comp., MS τυχαία σειρά
med. αναμιγνύω