DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
blö̀dning n ~en ~ar
agric. εξίδρωσις,εκροή,έκχυσις,εφίδρωσις; εκροή χυμών
chem. ποικιλία αποχρώσεων
commun., chem. δίνω απόχρωση
industr., construct. μεταφορά χρώματος; έκχυση
industr., construct., chem. έκχυση χρώματος
IT, el. διαφυγή
mater.sc., construct. εξίδρωση; εφίδρωση
med. αιμορραγία f