DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
blåsmunstycke n
comp., MS συσκευή εισπνοής/εκπνοής
industr., construct., chem. φυσητήρας διαμόρφωσης πλαστικών
industr., construct., met. είσοδος αέρος; προσαγωγή αέρος
met. ακροφύσιο m