DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
blå̀sa n ~n blåsor
gen. φυσώ
industr., construct. εξώασκος,φλυκταινώδης εξέλκωσις; φούσκωμα
industr., construct., met. ελλειπτική φυσαλίδα; φουσκάλα; φυσαλλίδα
mater.sc., chem. διαμορφώνω με εμφύσηση
mech.eng., construct. τρύπα απαγωγής αέρα κατά τη χύτευση
tech., law, met. φυσαλίδα f
blåsa
: 2 phrases in 2 subjects
Microsoft1
Statistics1