DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
blå̀bär [blå´- el. blå`-] n ~et; pl. ~
forestr. μύρτιλο m; βατόμουρο m
nat.res., agric. βακκίνιο το μύρτιλλο (Vaccinium myrtillus); βακκίνος ο μύρτιλλος (Vaccinium myrtillus); μύρτιλλο (Vaccinium myrtillus)
blåbär
: 1 phrase in 1 subject
Environment1