DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
blästring n ~en ~ar
industr. ανατίναξη
met. ενδοτράχυνση με σφυροκόπηση; σφυροκόπηση; αποξείδωση με αμμοβολή; αμμοβολισμός
transp., mater.sc. σφυρηλάτηση