DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bländskydd n ~et; pl. ~
el. σκιάδα f
mech.eng., construct. κυψελωτό διάφραγμα διαχύσεως φωτισμού; διάφραγμα διαχύσεως φωτισμού; σκεδαστήρας φωτισμού
nat.sc., el. αντιθαμβωτικό κάλυμμα
transp. προστατευτικό αντανάκλασης
transp., construct. αντιθαμβωτικό πέτασμα