| |||
ίριδα f; διάφραγμα ανοίγματος; φύλλο ανοίγματος | |||
διάφραγμα f | |||
| |||
μίκτης m; συχνότητα μείκτη | |||
μείκτης m | |||
βαθμίδα μείκτη | |||
αναδευτήρας f | |||
αναμεικτήρας κατά παρτίδες:αναμεικτήρας τύπου Eirich | |||
ανακ ομιστήριο | |||
αναμικτήρας f; κουτάλα ανάμιξης | |||
αναμεικτήρας f | |||
| |||
αναμεικτήρας σκυροδέματος; μπετονιέρα f |
bländare : 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |