DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bländare n ~n; pl. ~, best. pl. bländarna
el. ίριδα f; διάφραγμα ανοίγματος; φύλλο ανοίγματος
tech., law διάφραγμα f
blandare n ~n; pl. ~, best. pl. blandarna
commun. μίκτης m; συχνότητα μείκτη
commun., el. μείκτης m
commun., IT βαθμίδα μείκτη
industr. αναδευτήρας f
industr., construct., mech.eng. αναμεικτήρας κατά παρτίδες:αναμεικτήρας τύπου Eirich
industr., construct., met. ανακ ομιστήριο
met. αναμικτήρας f; κουτάλα ανάμιξης
transp. αναμεικτήρας f
blandare cement- n
forestr. αναμεικτήρας σκυροδέματος; μπετονιέρα f
bländare
: 1 phrase in 1 subject
Environment1