DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
blä̀ndning n ~en ~ar
agric. τύφλωση οφθαλμών
forestr. Επιλογική υλοτομία πρεμνοφυούς συστάδας
nat.sc., agric. ξεμπουμπούκιασμα
transp., avia. αντανάκλαση, λάμψη
blàndning n ~en ~ar
agric. μίγμα οίνων; σύνθεσις m
chem. μίγμα f; μείγμα f; παρασκεύασμα f
coal., construct. μάλαξις
environ. μείξη; ανάμειξη/μείξη; ανάμειξη/μ(είξη)
food.ind. επιλογή οίνων
industr., construct. ανάμιξη; χαρμάνιασμα; παρτίδα f
met. άλεσμα άμμου