DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bjä̀lke n ~n bjälkar
agric., industr., construct. τράβα,τετραγωνισμένος κορμός μεγάλης εγκαρσίας τομής
construct. δοκός m; καλούπι δοκαριού; καλούπι δοκού; καλούπι πατερού
forestr. δοκός m (ξύλινη)
industr., construct., mech.eng. Πρώτη επέμβαση πρώτη κοπή
bjälkar n
forestr. ορθογωνισμένο ξύλο