DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
bit [bi´t el. bit´] n ~en ~ar
gen. τεμάχιο
comp., MS δυαδικό ψηφίο
econ., IT Δυαδικό ψηφίο δεδομένων,Δυαδικά ψηφία δεδομένων.
IT μπιτ m; δυαδικό ψηφίο' δύφιο' μπιτ
math. δυφίο m
bitar v ~de ~t
comp., MS αριθμός bit
bìta v
gen. δαγκώνω