DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
biocenos adj.
environ. βιοκοινωνία
life.sc., environ., nat.res. βιοκοινότητα; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα; κοινότητα ειδών; οικολογική κοινότητα