DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bindemedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
chem. φορέας f; συνδετική ουσία
chem., el. μέσο πήξης; πηκτικό μέσο; συνδετικό μέσο
construct. συνδετικό υλικό
environ. κολλητική ουσία; αυτοκόλλητο m; συγκολλητικό m
food.ind. παράγοντας δέσμευσης
mater.sc., chem. μέσο στερεώσεως; συγκολλητικό μέσο; συνεκτικό μέσο; Συνδετική ουσία συνδετικό μέσο
mater.sc., el. συνδέτης m; συνδετικό m