DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bildskärmsenhet n
comp., MS οθόνη
IT σταθμός εργασίας γραφικών; μονάδα απεικονίσεως
IT, el. μονάδα τηλεοπτικής οθόνης; τερματική διάταξη με οθόνη; τερματική οθόνη με πληκτρολόγιο