DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bístå v
gen. βοηθώ
earth.sc., social.sc., mech.eng. λαμβάνω προνοιακά μέτρα; παρέχω βοήθεια; συνδράμω
bistå
: 1 phrase in 1 subject
Environment1