DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bìstånd n ~et; pl. ~
gen. βοήθεια
fin. μη επιστρεπτέες ενισχύσεις
law, insur. βοηθητικό επίδομα
bistånd
: 1 phrase in 1 subject
Environment1