DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bìprodukt n ~en ~er
environ. παραπροϊόν m; παραπροϊόν/υποπροϊόν m
forestr. υποπροϊόν; υπόλειμμα f; απόβλητο m
transp., mater.sc. απροσδόκητα ωφέλη