DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bìdrag n ~et; pl. ~
gen. συμβολή; συνδρομή
econ. επιχορηγήσεις; χορηγήσεις m
environ. πριμ; επιχορήγηση; επίδομα f; επιδότηση; αμοιβή; ασφάλιστρο m; βραβείο m
fin. πριμοδοτήσεις
law επιχορήγηση/επιδότηση/επίδομα
law, insur. παροχές
stat., commun., IT εφαρμογή συνεισφοράς; συνεισφορά f