DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bevákning n ~en ~ar
gen. επίβλεψη
agric. δασαρχείον
environ. επαγρύπνηση; παρακολούθηση; Επιτήρηση; επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση