DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
betning n ~en ~ar
agric. επεξεργασία των σπόρων; απολύμανση με καυστική ουσία
chem., met. καθαρισμός με οξύ
el. προστασία με οξύ
environ. βοσκότοπος m
industr. αποσκωρίαση; παρασκεύασμα για αποξείδωση
industr., construct. κάρροττινγκ