DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
betàlningsmedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
comp., MS όργανο πληρωμής
fin. μέσο πληρωμής; μέσο συναλλαγής; μέσον πληρωμής; νόμισμα f
fin., econ., account. μέσα πληρωμών
betalningsmedel
: 3 phrases in 1 subject
Industry3