DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bestrýkning n ~en
health., anim.husb. λήψη επιχρίσματος
industr., construct. επίστρωση; επίχρισμα f; επικάλυψη; επίχριση
met. επικάλυψη με πυρίμαχο