DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bestǻnd n ~et; pl. ~
gen. ύπαρξη
commun. συλλογή βιβλιοθήκης
environ. απόθεμα εμπόριο; πληθυσμός οικολογικός
forestr. δασοσυστάδα f; ομογενής δασοσυστάς; φυτεία δένδρων
min.prod., fish.farm. ιχθυαπόθεμα f; απόθεμα ιχθύων
bestånds- n
forestr. ποιότητα του τόπου