DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bestä́ndighet n ~en
environ. ανθεκτικότητα f; διατήρηση; εμμονή; επιμονή; μεταίσθημα f; ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση f
tech., construct. στερεότης m
tech., mater.sc. διατηρησιμότητα f
transp., industr., construct. αντοχή
beständighet
: 1 phrase in 1 subject
Environment1