DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bestä́llning n ~en ~ar
gen. παραγγελία f
commun. εντολή παροχής υπηρεσίας
environ. τάξη; εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη
work.fl., IT εντολή