DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
besluten n
gen. αποφασισμένος
beslút n ~et; pl. ~
gen. ψήφισμα
econ. απόφαση
environ. διαγραμμισμός m; αποφάσεις m (σύνολο); διαγραμμισμός/αποφάσεις σύνολο
hobby, IT Απόφαση
polit., law διάταξη
besluten
: 2 phrases in 2 subjects
Environment1
General1