DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
beskä́ra v
commun. βινιέττα; ξακρισμένο
comp., MS περικοπή
forestr. Ανανεώνω κόβω δένδρο προς ανανέωση
beskära
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Fish farming pisciculture1