DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
besíktning n ~en ~ar
gen. επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία
environ. επιθεώρηση; αυτοψία f; έλεγχος m; εξέταση; εποπτεία m
transp., construct. επιθεώρησις