DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
besä́ttning n ~en ~ar
gen. πλήρωμα f
agric. κοπάδι
anim.husb. αριθμός ζώων; αριθμός κτηνών; βοσκήματα f; δύναμη κοπαδιού; θρέμματα f; ποίμνιο
econ. ζωικό κεφάλαιο