DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
beredning n ~en ~ar
gen. ετοιμασία f
anim.husb., food.ind. καθαρισμός; προετοιμασία f; χειρισμός σφαγίου
chem. μείγμα f; παρασκεύασμα f
industr., construct. φινίρισμα; φινίρω
IT σήμανση; σημάδεμα
law απόδειξη; ανακριτική πράξη
pharma. μορφοποίηση
pharma., chem. μορφοποιημένο προϊόν
beredning
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1