DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
berä́kning n ~en ~ar
commun. διανομή; κατανομή
econ. καταστάσεις προβλεπόμενων εξόδων 2. προβλέψεις εσόδων και δαπανών
environ. υπολογισμός m