DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
belastningsgrad n
commun., transp. λόγος κυκλοφοριακού φόρτου επιπέδου εξυπηρέτησης πρός μέγιστη κυκλοφοριακή ικανότητα
energ.ind. παράγοντας φόρτισης; βαθμός φόρτωσης
pharma., lab.law. στάθμη φορτίου