DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
belastbarhet n
el. μέγιστο πλήθος εισόδων; μέγιστο πλήθος εξόδων; συντελεστής φόρτισης; απόδοση; οριακή συνθήκη
environ. φέρουσα ικανότητα
IT, el. εξαγωγή