DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
belástning n ~en ~ar
el. ζήτηση ισχύος; φορτίο m; φορτίο πομπού; ηλεκτρικό φορτίο
forestr. φόρτος m
mater.sc., met. φόρτιση
med. φόρτος εργασίας
transp. φόρτωση
transp., mater.sc. κατανομή φόρτισης