DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
belä́ggning n ~en ~ar
chem. επικάλυψη
commun. κατάληψη; σε κατάσταση κατειλημμένου
construct. επένδυση παρειάς; επένδυση; επιφανειακή στρώση; στρώση επιχρίσματος; επικάλυψις
el. προσπάθεια κατάληψης
environ. προστατευτική επικάλυψη; επίστρωση; επίχρισμα f; φιλμ; προστατευτική επικάλυψη/επίστρωση/επίχρισμα
industr., construct. επίχριση; επικονίαση; υλικό επίχρισης; υλικό επικάλυψης; υλικό επικονίασης
industr., construct., met. θόλωμα από σουλφάτ
mater.sc., mech.eng. συντελεστής πλήρωσης
med. επίχρυσμα γλώσσης
stat., transp. αριθμός επιβατών σε δεδομένη στιγμή
transp., environ. επιφάνεια; μεμβράνη; ταινία f; υμένιο m