DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
behóv n ~et; pl. ~
gen. ανάγκες
environ. απαίτηση; ανάγκη; αντιξοότητα f; ένδεια m; ανάγκη/ένδεια/αντιξοότητα
behö́va v
gen. χρειάζομαι
behov
: 9 phrases in 3 subjects
Environment2
Finances5
Microsoft2