DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
behándling n ~en ~ar
gen. χειρισμός m
industr. μεταποίηση
nat.sc., chem. επεξεργασία
pharma. αντιμετώπιση
stat. θεραπεία m
behandling
: 1 phrase in 1 subject
Environment1