DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
behörig myndighet
gen. αρμόδια αρχή; αρμόδιος οργανισμός
health., pharma. αρμόδιες αρχές
behöriga myndigheter
law αρμόδιες αρ?ές
behörig
: 3 phrases in 1 subject
Economics3