DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
behö́righet n ~en ~er
gen. επιλεξιμότητα f
comp., MS δικαίωμα
environ. δωσιδικία f
law εξουσίες f; αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; αρμοδιότητα f; δικαστική αρμοδιότητα; τοπική αρμοδιότητα ενός δικαστηρίου; εξουσιοδότηση; δικαιοδοσία f; αρμοδιότητες f
law, lab.law. δικαιοδοτική ικανότητα
transp. ικανότητα f
transp., avia. Ικανότητα, ειδικότητα
behörigheter n
comp., MS δικαιώματα f