DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
behǻllare n ~n; pl. ~, best. pl. behållarna
gen. φορέας f; υποδοχέας f
agric. οινοδοχεία
comp., MS κοντέινερ m
environ. περιέκτης m
industr. σιλό m
mech.eng. δεξαμενή
pharma., environ. εμπορευματοκιβώτιο/δοχείο συσκευασίας/περιέκτης
transp., tech., law δοχείο; θήκη