DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
befogenheter n
law αρμοδιότητες f; εξουσίες f
befógenhet n ~en ~er
environ. δικαιοδοσία f; αρμοδιότητα f; δωσιδικία f
law δυνατότητα δράσης; εξουσία f
befogenheter
: 1 phrase in 1 subject
Environment1