DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
befä̀lhavare n ~n; pl. ~, best. pl. -havarna
transp. πλοίαρχος m; πρώτος αξιωματικός καταστρώματος
transp., avia. διοικητής m; κυβερνήτης m; κυβερνήτης αεροσκάφους
befälhavare
: 8 phrases in 3 subjects
Finances3
Law4
Marketing1