DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bebýggelse n ~n ~r
gen. οικισμός; οικισμός,εγκατάσταση; κτίριο m
econ. πολεοδομικό συγκρότημα
bebyggelse
: 3 phrases in 2 subjects
Environment2
Finances1