DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bèrg n ~et; pl. ~
gen. βουνό m
earth.sc. πέτρωμα f
econ. όρος
environ. ύψωμα f; βράχος m; λόφος/ύψωμα/γήλοφος m (collina, collis); όρος (mons); πέτρωμα/βράχος f