DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bèarbetning n ~en ~ar
coal., construct. μάλαξις
environ. μεταποίηση
fin., industr. επεξεργασία
industr., construct. διενέργεια κατεργασίας; κατεργασία f
law, fin., environ. διαδικασία
bearbetning
: 4 phrases in 3 subjects
Earth sciences1
Medical1
Statistics2