DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bèarbeta v
agric. αροτριώ; καλλιεργώ; οργώνω
mech.eng. επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω; εργάζομαι; κατασκευάζω; κατεργάζομαι
bearbetad v
life.sc., agric. καλλιεργημένο έδαφος
met., el. μηχανικά επεξεργασμένος