DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
batterí [-eri´] n ~et ~er
agric. κλωβοστοιχία διώροφη
energ.ind. συσσωρευτής,μπαταρία m
environ. μπαταρία f; συσσωρευτής m; μπαταρία/συσσωρευτής f