DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bassä́ng [-äŋ´] n ~en ~er
gen. πισίνα f
environ. όμιλος m; νερόλακκος m
hobby, agric. λεκάνη
life.sc. βυθίσματα κλειστών λεκανών ξηρών περιοχών