DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
barriä́r [-ä´r] n ~en ~er
gen. φράγμα f
environ. τοίχος m; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f
transp. όριον ζώνης
transp., avia. φραγμός m
transp., polit. φραγμός μεταξύ μεταβατικών λωρίδων
barriär
: 1 phrase in 1 subject
Environment1